Η παρακάτω συνέντευξη αποτελεί αναδημοσίευση. Δημοσιεύτηκε πρώτα στο Περιοδικό “CSR Review¨ των εκδόσεων Direction (τεύχος Μαρτίου 2014).
Τα στοιχεία που επιτρέπουν σε μια ποδοσφαιρική εταιρία να γίνει ευκολότερα “ενεργός πολίτης” από οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση σημειώνει ο Δρ. Χρήστος Αναγνωστόπουλος, Λέκτορας Αθλητικού Μάνατζμεντ στη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Coventry της Αγγλίας, ενώ αναφέρεται και στην κατάσταση αυτή την στιγμή στην Ελλάδα, καταθέτοντας συγκεκριμένη και σαφή πρόταση για την περαιτέρω ενσωμάτωση της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης στο ποδόσφαιρο της χώρας μας.
- Έχετε ασχοληθεί σημαντικά με την ενσωμάτωση της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης (ΕΚΕ) στο χώρο του αθλητισμού και ειδικά στο ποδόσφαιρο. Πώς θεωρείτε ότι ο συγκεκριμένος επιχειρηματικός κλάδος μπορεί να διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο στο κοινωνικό-οικονομικό-πολιτιστικό πλαίσιο που διαμορφώνεται στη χώρα μας; Ποιες θα λέγατε πως είναι οι βασικές προκλήσεις και ίσως τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι ποδοσφαιρικοί οργανισμοί στην προσπάθεια αυτή;
Κατά ‘ρχήν, θεωρώ ότι μια ποδοσφαιρική εταιρεία μπορεί να γίνει ευκολότερα «ενεργός πολίτης» από οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση χάρη στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που επιδεικνύει ο κλάδος. Συγκεκριμένα, τα υψηλά επίπεδα πίστης, αφοσίωσης και συναισθηματικής σύνδεσης που έχουν οι φίλαθλοι – πελάτες με την ποδοσφαιρική ομάδα, (θα έπρεπε να) καθιστούν τον χώρο ιδιαίτερα ελκυστικό για πρωτοβουλίες εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Αυτό που προέχει, ωστόσο, είναι οι διοικήσεις των ΠΑΕ να κατανοήσουν ότι στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, η «σχέση» που υπάρχει μεταξύ του συλλόγου και της τοπικής κοινωνίας μπορεί να συντηρηθεί – και πολύ πιθανόν να καλυτερέψει – μόνο μέσω στρατηγικά εφαρμοσμένων κοινωνικών προγραμμάτων. Απαντώντας στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής λοιπόν, θεωρώ ότι τα εμπόδια αφορούν πρωτίστως σε ενδογενείς παράγοντες, δηλαδή σε έλλεψη αποφασιστικότητας από αυτούς που κρατούν τα ηνία του επαγγελματικού προδοσφαίρου. Προσπερνώντας τα ενδογενή εμπόδια, και κατά κάποιο ειρωνικό τρόπο θα έλεγα, το υπάρχον εξωτερικό περιβάλλον φαντάζει μάλλον ως το ιδανικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούν ν’ ανθίσουν διαφόρου τύπου εφαρμογές ΕΚΕ.
- Έχετε πολύ καλή εικόνα από την βρετανική αγορά. Πως προσεγγίζει εκεί το θέμα της ΕΚΕ ο χώρος του ποδοσφαίρου; Μπορείτε να μας δώσετε κάποια παραδείγματα πρακτικών;
Η αρχική ενασχόληση του επαγγελματικού ποδοσφαίρου στη Βρετανία με κοινωνικής ευθύνης προγράμματα είχε ως σκοπό την καταπολέμηση του ποδοσφαιρικού «χουλιγκανισμού» μέσω μιας καλύτερης σχέσης και συχνότερης ανάμειξης με την τοπική κοινωνία. Τα τελευταία 10-15 χρόνια, όμως, η κατάσταση άλλαξε ριζικά, τουλάχιστον για δύο λόγους. Πρώτον, το επαγγελματικό ποδόσφαιρο στην Αγγλία ως επιχειρηματικός τομέας – ενώ έχει διαφορετικά εσωτερικά προβλήματα ν’ αντιμετωπίσει – έχει ταυτόχρονα αναγνωριστεί από εμπορικούς – εκτός αθλητισμού – οργανισμούς ως το τέλειο ‘όχημα’ για την ανάπτυξη προγραμμάτων ΕΚΕ.
Αυτό διότι, σε αντίθεση με άλλους κλάδους του ευρύτερου τομέα της ψυχαγωγίας (βλέπε μουσική), το ποδόσφαιρο έχει πια μια οργανωτική δομή και θεσμικό πλαίσιο που, συνδυαστικά, προσελκύουν όλο και περισσότερες εταιρείες εκτός αθλητισμού να το χρησιμοποιήσουν για την εφαρμογή των δικών τους προγραμμάτων. Δεύτερον, η κυβέρνηση όλο και περισσότερο ενδιαφέρεται στην ικανότητα και δυναμική του ποδοσφαίρου να συνεισφέρει στην αντιμετώπιση ενός αριθμού κοινωνικών προβλημάτων. Ειδικότερα με την εκλογή των Εργατικών το 1997, το ποδόσφαιρο θεωρήθηκε ότι αποτελεί την ιδανική πλατφόρμα για την κοινωνική και οικονομική εξυγίανση πολλών τοπικών κοινοτήτων σε θέματα δημόσιας υγείας, μορφωτικού επιπέδου, ασφάλειας και εγκληματικότητας καθώς και για την αντιμετώπιση κοινωνικού αποκλεισμού.
Για παράδειγμα, τα προγράμματα κοινωνικής ενσωμάτωσης χρησιμοποιούν τις ποδοσφαιρικές προπονήσεις και άλλες αθλητικές δραστηριότητες ως μέσο για τη μείωση της εγκληματικότητας, της αντικοινωνικής συμπεριφοράς και των αδικαιολόγητων απουσιών από το σχολείο, καθώς και για την αύξηση της ενημερότητας σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με την κατάχρηση ουσιών. Επίσης, στοχεύουν στη αύξηση των επιπέδων αυτοπεποίθησης, αυτοεκτίμησης, κοινωνικής υπευθυνότητας και ενσωμάτωσης στην κοινότητα. Η εργασία κοινωνικής ενσωμάτωσης που αναλαμβάνουν τα ποδοσφαιρικά φιλανθρωπικά ίδρυματα έχει αναγνωριστεί από την εθνική κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας, επειδή έχει την ικανότητα να ενημερώνει και να προωθεί κυβερνητικές πολιτικές και να επιτυγχάνει κοινωνικούς στόχους, καθώς και στόχους σχετικά με την υγεία των πολιτών.
- Τον τελευταίο καιρό παρατηρούμε και ελληνικές ποδοσφαιρικές ομάδες να προχωρούν σε κάποιες κοινωνικές δραστηριότητες. Ποιο είναι το σχόλιο σας για αυτές;
Πράγματι, οι πρωτοβουλίες διαφόρων ΠΑΕ σχετικά με προγράμματα ΕΚΕ πολλαπλασιάζονται και θα πρέπει όχι μόνο να χειροκροτούμε τέτοιες δράσεις, αλλά και να τις προβάλλουμε όσο περισσότερο γίνεται. Αυτό διότι αποτελούν πτυχές της θετικής πλευράς του ποδοσφαίρου που ταυτόχρονα αποδεικνύουν την δυναμική του. Είναι επίσης θετικό ότι η οργανωτική αρχή της Super League δείχνει όλο και περισσότερο ενδιαφέρον στην ΕΚΕ και θα πρέπει και αυτό να αναγνωριστεί. Παρατηρώντας, ωστόσο, τις δράσεις αυτές, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι πρόκειται για φιλανθρωπικές κυρίως πρωτοβουλίες που δεν συνδέονται με μια γενικότερη επιχειρηματική στρατηγική. Αυτό κυρίως διότι λείπει η οργανωτική δομή και το θεσμικό πλαίσιο που θα μετατρέψουν τις – πάντα αξιέπαινες – φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες σε στρατηγικής φύσεως κοινωνικά προγράμματα.
Ο σκοπός τέτοιων προγραμμάτων θα πρέπει να στοχεύει στην – όπως προτιμώ να την αποκαλώ – «θετική κλιμάκωση», η οποία έχει δύο διαστάσεις: την επιχειρηματική και την κοινωνική. Η πρώτη αφορά σε μετρήσιμα ωφέλη για την εταιρεία ενώ η δεύτερη στα αντίστοιχα για την κονωνική ομάδα που το όποιο πρόγραμμα στοχεύει. Με τον όρο «θετική κλιμάκωση» αναφέρομαι στο κατά πόσο το αποτέλεσμα ενός προγράμματος ΕΚΕ μπορεί να «γεννήσει» περισσότερα ωφέλη. Με άλλα λόγια, ο στόχος θα πρέπει να είναι η μέτρηση και απόδοση της επίπτωσης τέτοιων πρωτοβουλιών και όχι απλά το αποτέλεσμα που επιτεύχθηκε χάρη στο τάδε ή δείνα πρόγραμμα κοινωνικής ευθύνης. Αυτό, θεωρώ, είναι που ξεχωρίζει τις φιλανθωπικές πράξεις από την πραγματική εταιρική κοινωνική ευθύνη στο χώρο του επαγγελματικού αθλητισμού.
Καλές πρακτικές υπάρχουν ήδη, και τώρα περισσότερο από ποτέ, στον καιρό της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής κρίσης που διέρχεται η ελληνική κοινωνία, οι ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρείες οφείλουν να αλλάξουν δραστικά τον στρατηγικό επιχειρησιακό σχεδιασμό τους, διασφαλίζοντας πρώτα από όλα την ίδια τη βιωσιμότητά τους. Η ελληνική Λίγκα, υιοθετώντας αξιόπιστα σύγχρονες δράσεις ΕΚΕ έχει μία μοναδική ευκαιρία να μετατραπεί από μέρος του προβλήματος σε κινητήριο μοχλό για την εξεύρεση μίας βιώσιμης, εποικοδομητικής, δημιουργικής και υπεύθυνης λύσης προς όφελος του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου.
- Τι θεωρείτε πως πρέπει να γίνει για να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη παρουσία και να εδραιωθεί στον χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου η ΕΚΕ τόσο σαν φιλοσοφία όσο και σαν πρακτική; Ποια είναι η πρόταση σας;
Θεωρώ ότι η έντονη παρουσία της συγκέντρωσης στις οργανωτικές δομές των ελληνικών ποδοσφαιρικών εταιρειών δυσκολεύει την εφαρμογή κοινωνικών προγραμμάτων. Εκτός αυτού, δεδομένου ότι οι κοινωνικές πρωτοβουλίες που ξεπερνούν απλές φιλανθρωπικές ενέργειες απαιτούν οργανωτικές υποδομές και οικονομικές επενδύσεις, καθιστούν το εγχείρημα ακόμα πιο δύσκολο σε έναν ήδη «φτωχά» οργανωμένο επιχειρηματικό κλάδο όπως αυτός του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου.
Ένας διαφορετικός τρόπος επαναπροσδιορισμού της σχέσης των ΠΑΕ με τις τοπικές κοινωνίες είναι αυτός της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου οργανισμού (Εταιρικό Ίδρυμα) που να ασχολείται αποκλειστικά με κοινωνικής φύσεως προγράμματα. Ο ανεξάρτητος οργανισμός αυτός θα μπορούσε να δημιουργηθεί σε συνεργασία της ΠΑΕ με το αντίστοιχο ερασιτεχνικό σωματείο, διατηρώντας έτσι το σήμα, το όνομα και τα διακριτικά της ομάδας. Αν και θα υπάρχει στενή συνεργασία και με την εταιρεία αλλά και με την ερασιτεχνική, ο οργανισμός θα διοικείται από αυτόνομο διοικητικό συμβούλιο και θα μπορεί να συνεργάζεται με διάφορους οργανισμούς-κλειδιά όπως οι Τοπικές Αρχές, Κυβερνητικούς οργανισμούς, φιλανθρωπικούς ή εθελοντικούς καθώς επίσης και εμπορικούς οργανισμούς. Η νομική υπόσταση του οργανισμού αυτού, δηλαδή ως μη κερδοσκοπικός – φιλανθρωπικός οργανισμός θα σημαίνει ότι οποιαδήποτε χρηματοδότηση δέχεται θα πρέπει να δαπανηθεί σε δραστηριότητες ανάπτυξης της κοινότητας.
Αυτό το μοντέλο χρησιμοποίησης της δυναμικής του ποδοσφαίρου, προστατεύει, κατά κάποιον τρόπο, την εφαρμογή κοινωνικών προγραμμάτων από μεταβολές στην αγωνιστική παρουσία της ομάδας – κάτι που έχει άμεσο αντίκτυπο στις οικονομικές της δυνατότητες – αλλά και από διοικητικές «ανακατατάξεις», φαινόμενο πολύ συχνό στο προβληματικό ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Ταυτόχρονα, το μοντέλο αυτό δίνει την δυνατότητα στον μη κερδοσκοπικό οργανισμό να θέσει τους δικούς του στόχους και να εστιάσει στην κάλυψη των αναγκών της (τοπικής) κοινωνίας, παρά να είναι προσκολλημένο αποκλειστικά και μόνο στους εμπορικούς στόχους της ομάδας. Επίσης σημαντικό είναι το γεγονός ότι εταιρείες εκτός αθλητισμού θα έχουν την δυνατότητα να δείξουν την δική τους κοινωνική υπευθυνότητα μέσα από ένα δημοφιλέστατο άθλημα, το οποίο όμως, μέσω της περίπτωσης του φιλανθρωπικού ιδρύματος, θα προστατεύει την φήμη τους χρησιμοποιώντας την «θετική» πλευρά του ποδοσφαίρου.
Σε ότι αναφορά την χρηματοδότηση, ένα ποσοστό απο τα έσοδα που προέρχονται από το τηλεοπτικό συμβόλαιο μπορούν να απορροφούνται αποκλειστικά από τα ποδοσφαιρικά ιδρύματα, τα οποία με την σειρά τους θα είναι υποχρεωμένα να αντλήσουν επιπλέον πόρους (π.χ. από εταιρείες εκτός αθλητισμού, τοπικές αρχές, κοκ) έτσι ώστε όχι μόνο να επεκτείνουν το σκέλος των δραστηριοτήτων τους, αλλά και να εξασφαλίζουν την ίδια την βιωσημότητά τους ως «ανεξάρτητοι» οργανισμοί.
- Ποια είναι τα οφέλη που θεωρείτε πως μπορούν να αποκομίσουν οι ποδοσφαιρικές ή και γενικότερα αθλητικές ομάδες από την υιοθέτηση μιας στρατηγικής ΕΚΕ;
Τα επιχειρηματικά κίνητρα πίσω από την ανάμειξη των επαγγελματικών αθλητικών ομάδων-οργανισμών σε προγράμματα ΕΚΕ μπορούν να πάρουν διάφορες μορφές. Έρευνες έχουν δείξει, άλλωστε, ότι επιχειρήσεις οι οποίες αντιμετωπίζονται ως αξιόπιστες και κοινωνικά υπεύθυνες είναι σχετικά προστατευμένες από ξαφνικές «οικονομικές καταστροφές» ή αποφεύγουν να είναι όμηροι αρνητικής κοινωνικής κριτικής όταν λειτουργούν λιγότερο αποτελεσματικά απ’ ότι αναμένεται ή όταν επηρεάζουν αρνητικά με διάφορους τρόπους την «ζωή» άλλων εμπλεκόμενων μερών. Υιοθετώντας, λοιπόν, κοινωνικής φύσεως πρωτοβουλίες, δημιουργούνται οι λεγόμενες «τράπεζες» καλής θελήσεως και θετικών μηνυμάτων τις οποίες διαφορετικές κοινωνικές ομάδες επικαλούνται όταν παρουσιάζονται προβλήματα εντός (βλέπε ρατσιστικά συνθήματα) ή εκτός αγωνιστικού χώρου. Ως παράδειγμα φέρνω στο μυαλό μου τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν (ή συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν) διάφορες επαγγελματικές ομάδες στην προσπάθειά τους για κατασκευή ενός νέου γηπέδου. Είμαι πεπεισμένος ότι μια έντονη και κοινωνικά υπέυθυνη παρουσία των ομάδων στις ευρύτερες περιοχές θα είχε υπερνικήσει μικρο-πολιτικά εμπόδια επιταχύνοντας έτσι τις διαδικασίες για την εκκίνηση ή/και ολοκλήρωση του όποιου έργου.
Ολοκληρώνοντας, θεωρώ ότι στο υπάρχουν ελληνικό περιβάλλον, το επαγγελματικό ποδόσφαιρο μπορεί ν’ αποτελέσει ένα από τα «οχήματα» εκείνα τα οποία θα βοηθήσουν να μεταβούμε από ένα κράτος κοινωνικής πρόνοιας σε αυτό, που ο Σουηδός οικονομολόγος Arders Aslund αποκαλεί «κοινωνία κοινωνικής πρόνοιας». Σε αυτό το περιβάλλον, πάροχος πρόνοιας δεν είναι το κράτος αποκλειστικά και μόνο, αλλά οι τοπικές αρχές, οι τοπικές κοινωνίες και οι εταιρείες (αθλητικές και μη) συνδυάζονται για να προσφέρουν ρεαλιστικές και μετρήσιμες λύσεις σε διαφόρου τύπου κοινωνικά ζητήματα.